φίλοχλος

φίλοχλος
φίλ-οχλος [pron. full] [ῐ], ον,
A loving popular favour, Ptol.Tetr.16, D.L.4.41; τὸ φ. ib.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φίλοχλος — ον, Α 1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια τού όχλου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον η επιδίωξη τής εύνοιας τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄχλος (πρβλ. πολύ οχλος)] …   Dictionary of Greek

  • φίλοχλον — φίλοχλος loving popular favour masc/fem acc sg φίλοχλος loving popular favour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόχλους — φίλοχλος loving popular favour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”